- ατρίακτος
- ἀτρίακτος, -ον (Α)ακατάβλητος, ανίκητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τριάζω «νικώ τρεις φορές σε αγώνα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀτρίακτος — unconquered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)